ἐκποιεῖ

ἐκποιεῖ
ἐκποιέω
put out
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἐκποιέω
put out
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
ἐκποιέω
put out
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἐκποιέω
put out
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκποιώ — ( έω) (AM ἐκποιῶ) πουλάω αναγκαστικά, ξεπουλάω μσν. 1. καθιστώ 2. μέσ. γίνομαι αρχ. 1. κάνω κάποιον να απομακρυνθεί ή να βγει από κάπου 2. δίνω το παιδί μου για υιοθεσία 3. αποσπερματίζω 4. παράγω, γεννώ 5. κατασκευάζω, εκτελώ 6. προμηθεύω,… …   Dictionary of Greek

  • δημοπράτης — ο (Α δημοπράτης) αυτός που πουλάει κάτι σε δημοπρασία αρχ. αυτός που εκποιεί δημόσια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + πράτης < πράτης < πιπράσκω «πουλάω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”